ρελάνς

ρελάνς
η, Ν
1. (σε χαρτοπαίγνιο) μεγαλύτερο και, συνήθως, διπλάσιο ποντάρισμα χρηματικού ποσού από εκείνο που ποντάρει ο αντίπαλος
2. μτφ. η εκ νέου εμφάνιση ιδέας ή σχεδίου που είχε υποβαθμιστεί ή ατονίσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. relance «νέα ώθηση» (< relancer «ρίχνω ξανά»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”